- πολιτικοποιώ
- -έω, Ν1. καταρτίζω κάποιον γύρω από τα πολιτικά θέματα και τόν κάνω να ενδιαφέρεται για την πολιτική2. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πολιτικοποιημένος, -η, -οαυτός που έχει διαμορφώσει ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση και αναπτύσσει πολιτική δράση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + -ποιώ (< -ποιός < ποιώ), πρβλ. μεγαλο-ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.